Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
– Έρωτα άντεξες ή λύγισες και απόψε;
Βρήκες τον δρόμο σου ή έχασες ξανά; Έρωτα γέρασες ή έγινες παιδάκι; Έγινες Μάης ή Δεκέμβρης βροχερός
– Άντεξα φίλε μου και λύγισα συνάμα.
Είδα αγκαλιές, μα είδα και δάκρυα πικρά. Γέρασα φίλε μου και έγινα παιδί. Πήγα σε θάλασσες και πνίγηκα σε αυτές. Χτύπησα πόρτες και μου ανοίξαν οι μισές. Οι άλλες κλείδωσαν, δεν μπήκανε στον κόπο.
Είδα ανθρώπους που μου γέλασαν γλυκά και κάποιους άλλους που ντραπήκαν να με δούνε.
Σκόρπισα φίλε μου και έγινα κομμάτια, κάποιοι με μάζεψαν και κάποιοι με κλότσησαν.
Μόνος μου άναψα και έγινα φωτιά, κάποιοι καήκανε και κάποιοι λυτρωθήκαν.
Και όσοι λυτρώθηκαν με πήραν αγκαλιά και όσοι καήκανε με αφήσανε μονάχο.
– Τι νόημα έχει ένας έρωτας μονάχος;
– Το ίδιο νόημα με ένα καράβι στη στεριά.
Το ίδιο νόημα με μια θάλασσα μονάχη.
– Ποιοι σε ζητάνε, ποιοι σε θέλουνε κοντά τους;
– Όσοι στο στήθος τους χτυπάει μια καρδιά.
Όσοι πιστεύουν σε ανθρώπους και σε λάθη.
– Ποιοι δεν σε θέλουν, ποιοι σε διώχνουν μακριά;
– Όσοι νομίζουν πως θα με έχουν με λεφτά.
Όσοι αγοράζουν και πουλάνε τους ανθρώπους, όσοι συνήθισαν να ζουν μηχανικά. Όσοι τις μάχες τους τις άφησαν στην μέση.
– Έρωτα τρόμαξες ποτέ σου από αγκαλιά;
– Τρόμαξα φίλε μου και θύμωσα πολύ.
Είχα ένα φόβο μην την χάσω που τσακίζει, πέθανα μέσα μου, δεν είχα πια ψυχή, θύμωνα φίλε, με ότι πάνω μου αγγίζει.
– Είναι η αγάπη η πιο καλή σου φίλη;
Ζείτε μαζί ή μήπως ζείτε χωριστά;
– Είναι η αγάπη αλήθεια η πιο καλή μου φίλη,
Εγώ και αυτή δεν ζούμε χωριστά.
– Είσαι έρωτα όπως λένε ένας Θεός;
Έχεις παλάτια, έχεις κάστρα και υπηρέτες; Είσαι και μοιάζεις σαν σπουδαίος βασιλιάς; Έχεις χρυσάφια και μετάξια στο κορμί σου;
– Δεν έχω τίποτα, δεν είμαι αρχηγός.
Οπού με βάζουνε οι άνθρωποι κοιμάμαι και ότι μου δώσουν το φορώ και δεν με νοιάζει.
Πάνω σε στρώματα ή σε χώματα πλαγιάζω, με μουσικές και με κορμιά εγώ χορταίνω.
Πίνω ίδρωτα, πίνω λόγια και κραυγές, τρώω αγκαλιές, τρώω κορμιά που σπαρταράνε.
Εγώ ανασαίνω με βαριές αναπνοές, εγώ την γύμνια και την σάρκα αναζητάω, εγώ βουτάω μέσα στις ψυχές, πόθους χαρίζω εγώ και πάθη ζωγραφίζω.
“Πρέπει” σκοτώνω εγώ και”θέλω” ανασταίνω. Παίρνω ανθρώπους και τους κάνω βασιλιάδες. Σπέρνω φιλιά και μετά τα αλωνίζω. Μιλάω βρόμικα, μιλάω με βρισιές, ούτε τα λόγια, ούτε τις πράξεις μου προσέχω, χτυπάω γλυκά και γεμίζω γρατζουνιές, γίνομαι αλήτης, όπου μπαίνω και όπου πάω, ένας αλήτης, που ανθρώπους κυβερνάει,
ένας αλήτης που τους κάνει μελανιές.
– Έρωτα αλήτη, να μην φύγεις από εδώ.
Έρωτα αλήτη, για να αντέχεις θα παλεύω.