Γράφει ο Σάκης Χαλβαντζής.
Μου λείπεις, ρε γαμώτο..
Μου λείπεις κι απόψε και χθες και προχθές και αύριο θα μου λείπεις. Αύριο θα μου λείπεις ακόμη περισσότερο. Δεν ξέρω αν νοιάζεσαι, δεν ξέρω αν νιώθεις αλλά.. θέλω να σου ζητήσω μια τελευταία, έστω, χάρη. Θέλω νά‘ρθεις και να με πάρεις μια τεράστια αγκαλιά, από κείνες τις δικές μας. Από κείνες που τα δάχτυλά σου καταλήγουν πλεγμένα μες τα δικά μου, λες και φτιάχτηκαν για να καλύπτουν τις θλιμμένες κι αποκλίνουσες γραμμές των χεριών μου. Θέλω μια αγκαλιά ν’αρχίσω πάλι ν’αναπνέω, πνίγομαι.
Πνίγομαι εδώ που μ’άφησες.. Θέλω να τελειώσει το μαρτύριο, απόψε κιόλας.
Στο ζητάω σαν χάρη. Μια αγκαλιά θέλω μονάχα.
Ήπια λίγο παραπάνω απόψε, το παραδέχομαι. Άλλωστε “το αλκοολούχον εστί αληθινόν”. Στη τελική, αν δεν έπινα, δε θα κατάφερνα να τσακίσω τον υπέρμετρο εγωισμό μου και να σου γράψω. Καπνίζω και λίγο παραπάνω απόψε. Κάθομαι και μετράω ένα – ένα τα δαχτυλίδια του καπνού. Τι λόξα και τούτη.. Σε κάθε δαχτυλίδι που διαλύεται στον αέρα, ανακυκλώνω την ίδια ερώτηση: «Να σου στείλω;»
Κλείνω τα κατακόκκινα μάτια μου κι έχω την ψευδαίσθηση πως σ’ένα παράλληλο σύμπαν, μου κρατάς σφιχτά το χέρι, αποκοιμιέμαι με τη γεύση σου στα χείλη μου, ξυπνάω και από τη φωνή του ραδιοφώνου καταλαβαίνω πως είναι Κυριακή. Άχτι που το έχω με τις Κυριακές..
Καμία δεν μού‘χεις ξεχρεώσει ακόμη. Καμία. Τις μετρούσα μία προς μία και τις έγραφα στην επαγγελματική ατζέντα. Όλες τις Κυριακές που μου χρωστάς. Όλες.
Και δεν είναι ότι μου λείπεις σωματικά.. Εντάξει ψέματα λέω. Καταραμένο αλκοόλ. Μου λείπει μέχρι και η μυρωδιά σου, ικανοποιήθηκες τώρα; Μου λείπουν όμως κι όλες εκείνες οι σημαντικές κι όλες εκείνες οι ασήμαντες συζητήσεις μας. Τα όνειρά σου, τα όνειρά μας. Γιατί εγώ, δεν έχω όνειρα πλέον.. Πόσα χιλιόμετρα είχα μετρήσει τότε για σένα, θυμάσαι; Πόσα; Ούτε ένα βήμα δεν έκανες.. Μ’έβρισκε το χάραμα, κατάκοπο από τη δουλειά, μισοκοιμισμένο επάνω στο τιμόνι.
Εκείνη η παιδιάστικη προσμονή μου, πάλευε κάθε νύχτα με τη σωματική κούραση. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερνα, δεν ξέρω πώς τα κατάφερνε η άτιμη αλλά πάντοτε μου έδινε την απαιτούμενη δύναμη. Με έσπρωχνε προς το ποθούμενο. Με έσπρωχνε ώσπου μου έδωσες εσύ εκείνη τη χαριστική σπρωξιά σου. Στο παγκάκι την έβγαλα εκείνο το Σαββατόβραδο. Στο παγκάκι απέναντι από το μπαλκόνι σου.
Ευτυχώς είχα προλάβει να αλλάξω ρούχα στο ασανσέρ της πολυκατοικίας. Με θυμάμαι να χτυπάω τηλέφωνα, να χτυπάω κουδούνια, να χτυπάω πόρτες και στο τέλος με θυμάμαι να χτυπάω το κεφάλι μου το ίδιο.
Δε βαριέσαι.. Άλλαξες κι εσύ, σε άλλαξε ο καιρός. Ήταν ένα απ’όλα εκείνα τα περαστικά συναισθήματα. Περαστικά μου λοιπόν! Ήμουν κι εγώ ένας απ’όλους εκείνους που πίστεψαν στο “αντισυμβατικό” και σαν άλλος Δον Κιχώτης, πήρα το κοκαλιάρικο άλογό μου, ντύθηκα ιππότης και προσπάθησα να συγκινήσω τη δική μου “Δουλτσινέα”.
Δεν τα κατάφερα τελικά. Λίγη σημασία έχει κι αυτό..
Θα ξημερώσει σε λίγο. Θα φύγουν οι σκέψεις. Θα φύγουν όπως τα φαντάσματα, για να επιστρέψουν πάλι κάποια από τις επόμενες νύχτες. Μαζί με αυτά θα φύγουν ο πόνος, η θλίψη και όποιο άλλο συναίσθημα μίσους κι αγάπης έχει απομείνει μέσα μου..
Το αντρίκιο “Μου λείπεις”, να το σέβεσαι όμως. Είναι κατάθεση ψυχής.
Μάλλον, τώρα, ουδεμία σημασία έχει κι αυτό..
Καληνύχτα ΣΟΥ!